Αφιέρωμα στο παλαιότερο καφενείο της Τουρλωτής Λασιθίου, τον καφενέ του Κωτσόβολου, έκανε το περιοδικό Γαστρονόμος.
Στο δημοσίευμα του αναφέρει:
Αφού διασχίσαμε ελαιώνες, αμπέλια και κήπους με δέσπολα (μουσμουλιές), παρκάραμε το αυτοκίνητο στην είσοδο του χωριού και προχωρήσαμε στο κεντρικό καλντερίμι του. Δεν προλάβαμε να πάμε και πολύ μακριά, δύο σπίτια παρακάτω μας καλωσόρισε από τη βεράντα του που έβλεπε στον δρόμο ο μπαρμπα-Στέλιος, ένας χωριανός, συνταξιούχος μαραγκός, που άρχισε να μας διηγείται την ιστορία του Τουρλιανού καπετάν Βογιατζή ή Βογιατζόππα, ενός θαλασσομάχου, ο οποίος στα ρεσάλτα του κατά των τουρκικών πλοίων είχε σκαρφιστεί ο πανούργος να χρησιμοποιεί κυψέλες με μελίσσια για να επιτίθεται στον εχθρό, προφυλαγμένος ο ίδιος με μουργιόνια (μάσκες μελισσοκόμων). Η Τουρλωτή, ένα παραδοσιακό χωριό 300 κατοίκων, στεφανώνει με τα όμορφα σπιτάκια της ένα ύψωμα γύρω στα 320 μ., και βρίσκεται περίπου στα μισά της διαδρομής από τη Σητεία προς τον Άγιο Νικόλαο, στο βόρειο Λασίθι, με ωραία θέα στον κόλπο του Μεραμπέλου. Λέγεται πως το όνομά του το χωριό το πήρε από την εκκλησία της Παναγίας με τους πολλούς τους τρούλους, η οποία χτιζόταν για έντεκα ολόκληρα χρόνια και ολοκληρώθηκε το 1908.
Το παλαιότερο καφενείο του χωριού είναι αυτό του Κωτσόβολου, περίπου στα μισά του μικρού δρόμου που διασχίζει την Τουρλωτή. Το άνοιξε πριν από 150 χρόνια ο Νικόλαος Βοβατζάκης, στη συνέχεια το δούλεψε ο γιος του Γιάννης και αργότερα, το 1961, το ανέλαβε ο δικός του γιος, ο Κωστής ή Κωτσόβολος, μαζί με τη γυναίκα του την Ερμιόνη. «Όσα χαλίκια έχει μέσα ετούτος ο τοίχος, τόσες φορές έχω βλαστημήσει αυτόν που ανακάλυψε το επάγγελμα του καφετζή. Άτιμη δουλειά σου λέω, παιδί μου, δεν τολμάω να φύγω. Μια φορά πήγα μέχρι την Ιεράπετρα και, όταν γύρισα, με περίμεναν με τα ντουφέκια στο χέρι», είχε πει κάποτε χαριτολογώντας ο συγχωρεμένος ο Κωστής. «Ισοχρονίτες ήμασταν, γεννηθήκαμε και οι δύο στην Κατοχή, το ’40», λέει η κυρα-Ερμιόνη για τον άντρα της, που τον γνώρισε στο καφενείο, τον αγάπησε και ύστερα τον παντρεύτηκε κι έκαναν και δύο κορίτσια.
«Εκείνα τα χρόνια, η Τουρλωτή ήταν μεγάλο κεφαλοχώρι με 500 κατοίκους. Είχε απ’ όλα εδώ, πέντε έξι καφενέδες, κρεοπωλεία, μανάβικα, είχε ακόμη και τσαγκάρη, ράφτη και κουρείο, και ο άντρας μου, εξόν από τον καφενέ, είχε κι ένα μαγαζί που έφτιαχνε και επιδιόρθωνε ρολόγια. Ήταν νοικοκύρης κι ήξερε και μαστόρευε ό,τι χρειαζόταν μαστόρεμα. Το παρατσούκλι Κωτσόβολος του το κολλήσανε πιτσιρίκι ακόμα, όταν είχε βγει η σχετική διαφήμιση του γνωστού πολυκαταστήματος, επειδή όπως κυκλοφορούσε στο χωριό τη σιγοτραγουδούσε. Όταν πέθανε ο Κωστής, το ρολογάδικο το κάμαμε κουζίνα για τον καφενέ», μας διηγείται η κυρία Ερμιόνη. «Έξι η ώρα το πρωί, το καφενείο ήταν ήδη ανοιχτό. Έψηνα 50 καφέδες γι’ αυτούς που περνούσαν από εδώ για να πάνε στο Αλτσί [λατομείο γύψου]. Ύστερα κλείναμε το μεσημέρι κι ανοίγαμε πια το απόγευμα, κι οι χωριανοί μαζεύονταν κι έπαιζαν πρέφα και τάβλι. Μονοιασμένοι ήμασταν εδώ όλοι, δεν ξέραμε από βεντέτες και τέτοια πράματα εμείς. Από όταν πήραμε και το δίπλα μαγαζί, δεν κλείναμε καθόλου.
Όμως βρίσκαμε και χρόνο να πάμε και στους κήπους μας, να βγούμε και για ψάρεμα. Ο πατέρας μου, που δούλευε κι αυτός στο νταμάρι στο Μόχλος, είχε μια βάρκα που τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν τα υλικά. Ήμουν μοναχοκόρη και με έπαιρνε μαζί του και μου έμαθε να πιάνω χταπόδια. Κολύμπι όμως δεν έμαθα ποτέ. Μάζευα και πεταλίδες, αχινούς και κοχυλάκια από την ακροθαλασσιά. Κι από τα βουνά μάζευα χόρτα. Τότε που μπορούσα, έβγαινα συχνά. Έκανα λαχανοπίτια με λαγούτα, γαρδελίνια, σέσκουλα, καμπάνες, χαλατσίδες, μυρώνια, σπανάκια, μάραθα, αχατζίκους, και κάμποσα άλλα αγριόχορτα που έβρισκα στον αγρό. Μάζευα και χοχλιούς. Τους χοντρούς τους έψηνα με ντομάτα, τους λιανούς τους έκανα βραστούς».
Η κυρα-Ερμιόνη στα νιάτα της είχε γυαλιστερά, πίσσα μαύρα, κοντά μαλλιά, «αλλά, όταν πέθανε ο άντρας μου, τα άφησα να ασπρίσουν». Έχει φτιάξει χιλιάδες σουβλάκια και λουκουμάδες για τα πανηγύρια της Παναγίας και του Αγίου Παντελεήμονα, κι ένας Θεός ξέρει πόσους καφέδες έχει ψήσει στη ζωή της. Καθόμαστε παρέα σε ένα παστρικό τραπεζάκι στη σκιά, στο σταυροδρόμι του χωριού, στο σημείο όπου πλέκονται μεταξύ τους τα κλαδιά της ακακίας και της μουριάς. Εκείνη πίνει έναν γλυκύβραστο κι η κόρη της η Γιάννα, που από το 2011 ανέλαβε και κάνει κουμάντο στον καφενέ, έχει ψήσει τον δικό της μέτριο.
Οι πρωινοί πελάτες έχουν φύγει πια, κοντεύει να μεσημεριάσει, και η απογευματινή φουρνιά πελατών θα ξεκινήσει ως συνήθως να καταφτάνει μες στις 3.30. Στο μεταξύ ήταν έτοιμοι, μαγειρεμένοι οι ντολμάδες που φτιάξαμε μαζί, αλλά και τα λαχανοπίτια, που ήταν γεμισμένα με τα βρισκούμενα χόρτα του αγρού και καρυκευμένα με μια γερή τσιμπιά κύμινο, που μας γαργαλούσε τα ρουθούνια. Μας έβαλαν ρακές και αναψυκτικά, και μας κέρασαν φάβα, χοχλιούς με βλίτα και κολοκύθια, κοτόπουλο με μπάμιες και στο τέλος νεράτες μυζηθρόπιτες μελωμένες. «Γιατί δεν τρώτε, φάτε, ρε παιδιά», μας έλεγε η κυρα-Ερμιόνη, κι ευχαριστιόνταν σάμπως και χόρταινε η ίδια όταν άδειαζαν τα πιάτα μας.
Καφενείο ο Κωτσόβολος
Τουρλωτή, Σητεία, Λασίθι
Τηλέφωνο: 28430-94.135